- άμμουδα
- ηο αμμώδης βυθός τής θάλασσας (σε αντίθεση προς την αμμουδιά, δηλαδή την αμμώδη παραλία).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από το θ. τού πληθυντικού (άμμου-δες) τού ουσ. άμμος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμούδα — η (Μ ἀμμούδα) αμμουδερός τόπος, αμμουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ουσ. *ἀμμούδι που απαντά μόνο ως τοπωνύμιο. ΠΑΡ. νεοελλ. αμμοδούρα, αμμουδιά] … Dictionary of Greek
αμμουδιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 330 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.124 κάτ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
αμμοδούρα — η και αμμουδέρα γη αμμουδερή και άγονη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα* με παραγωγική κατάλ. ούρα*. Το ο τού τύπου (αντί τού κανονικού *αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της,… … Dictionary of Greek
αμμουδερός — ή, ό 1. (για έδαφος) αμμώδης 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό το αμμοδοχείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. τού πληθ. (άμουδες) τής λ. άμμος με κατάλ. ερός] … Dictionary of Greek
μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek
μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek